- καταληπτικόν
- καταληπτικόςable to checkmasc acc sgκαταληπτικόςable to checkneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вънѧтьнъ — (2*) пр. Понятый, постигнутый: сами себе. разумно и внѩтно худѣ внѣшнимъ види(м). (καταληπτικόν) ГБ XIV, 26б; Без мѣры ѹбо бж(с)тво. и разумѣти бѣдно. се же точью внѩтно его едино безмѣрье. (καταληπτόν) Там же, 54а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καταληκτικός — ή, ό (Α καταληκτικός, ή, όν) [καταλήγω] 1. αυτός με τον οποίο λήγει κάτι, αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο τέλος 2. φρ. «καταληκτικοί στίχοι» οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο πόδα νεοελλ. γραμμ. «καταληκτική ονομαστική» χαρακτηρισμός … Dictionary of Greek